ψευτοπερνώ
Смотреть что такое "ψευτοπερνώ" в других словарях:
ψευτοπερνώ — και ψευτοπερνάω ψευτοπέρασα, ψευτοζώ, ζω με δυσκολίες, κακοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοπερνώ — άω, Ν ψευτοζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + περνώ] … Dictionary of Greek
κουτσοζώ — κουτσόζησα, κουτσοζωισμένος, κουτσοπερνώ, κακοζώ, ψευτοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)